DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
robotized sample preparation unit μονάδα παρασκευής δειγμάτων που λειτουργεί με ρομπότ
robust εύρωστη
robust εύρωστο
robust industrial type package συσκευασία βαρέως τύπου
robust mandate στιβαρή εντολή
rock ταρακουνώ
rock bit κωνικό λαξευτήρι
rock slide κατολίσθηση
rock-drill worked by hand χειροκίνητο τρυπάνι
rock-salt mine αλατωρυχείο
rocket ρουκ·έτα
rocket πύραυλος (ρουκέτα)
rocket body πυραυλική άτρακτος
rocket borne φορτίο πυραύλου
rocket control έλεγχος του πυραύλου
rocket engine, liquide fuel rocket engine, liquide rocket engine προωθητήρας πυραύλου με υγρό propergol
rocket flight πτήση με πύραυλο
rocket guidance πυραυλική οδήγηση
rocket instrumentation τεχνικός εξοπλισμός του πυραύλου
rocket launcher εκτοξευτήρας πυραύλων